- αἰγοθηρικός
- αἰγο-θηρικός, ή, όν,A belonging to ibex-hunting, σοφία ib.14.16.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αιγοθηρικός — αἰγοθηρικός, ή, όν (Α) [αἰγοθήρας] ο σχετικός με το κυνήγι άγριων κατσικιών … Dictionary of Greek
αἰγοθηρικῇ — αἰγοθηρικός belonging to ibex hunting fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιγοθήρας — αἰγοθήρας, ο (Α) αυτός που κυνηγάει άγριες κατσίκες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ γὸς + θήρας < θήρα ή θηρῶ ( άω). ΠΑΡ. αρχ. αἰγοθηρικός] … Dictionary of Greek